- προσεδοξάσθη
- πρόσ-δοξάζωthinkaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδοξάζω — Α 1. προσθέτω κάτι σε μία γνώμη («τὸ οὖν προσλαβεῑν λόγον τῇ ὀρθῇ δόξῃ τί ἂν ἔτι εἴη; εί μὲν γὰρ προσδοξάσαι λέγει ᾗ διαφέρει τι τῶν ἄλλων», Πλάτ.) 2. εισάγω σε μια κρίση ένα πρόσθετο στοιχείο για να προκαλέσω συναισθηματικές εντυπώσεις 3. νομίζω … Dictionary of Greek